- παππ-
- см. παπ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παπί — το 1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι 2. φρ. «γίνομαι παπί» καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *παππ ίον υποκορ. τού πάππος* «είδος πουλιού»] … Dictionary of Greek